- πωλευτής
- πωλευτήςhorsebreakermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωλευτής — ὁ, Α [πωλεύω] 1. δαμαστής, εκγυμναστής νεαρών αλόγων ιππασίας 2. (γενικά) φύλακας, επιμελητής και εκγυμναστής ζώων («πωλευτὴς ἐλέφαντος», Αιλ.) … Dictionary of Greek
πωλευταί — πωλευτής horsebreaker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλευτήν — πωλευτής horsebreaker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλευτάς — πωλευτά̱ς , πωλευτής horsebreaker masc acc pl πωλευτά̱ς , πωλευτής horsebreaker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλευτικός — ή, όν, Α [πωλευτής] ο έμπειρος, ο επιτήδειος στο να δαμάζει και να γυμνάζει νεαρά άλογα ιππασίας και, γενικά, νεαρά ζώα … Dictionary of Greek
πωλοδάμνης — ὁ, Α ο πωλευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + δάμνης (< δάμνημι «δαμάζω»)] … Dictionary of Greek